- γενεθλιαλογία
- γενεθλιᾱλογ-ία, ἡ,A casting of nativities, astrology, J.AJ18.6.9, Ptol.Tetr.7, Iamb.Myst.9.1, Hierocl.Prov.ap.Phot. p.172 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γενεθλιαλογία — γενεθλιαλογίᾱ , γενεθλιαλογία casting of nativities fem nom/voc/acc dual γενεθλιαλογίᾱ , γενεθλιαλογία casting of nativities fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεθλιαλογίᾳ — γενεθλιαλογίᾱͅ , γενεθλιαλογία casting of nativities fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεθλιαλογία — γενεθλιαλογία, η (Μ) η πρόβλεψη τής ευτυχίας ή τής δυστυχίας κάποιου ανάλογα με τη θέση τών άστρων τη μέρα που γεννήθηκε … Dictionary of Greek
γενεθλιαλογίας — γενεθλιαλογίᾱς , γενεθλιαλογία casting of nativities fem acc pl γενεθλιαλογίᾱς , γενεθλιαλογία casting of nativities fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεθλιαλογίαι — γενεθλιαλογίᾱͅ , γενεθλιαλογία casting of nativities fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεθλιαλογίαν — γενεθλιαλογίᾱν , γενεθλιαλογία casting of nativities fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεθλιαλογίαις — γενεθλιαλογία casting of nativities fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεθλιαλογικός — γενεθλιαλογικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γενεθλιαλογία 2. το θηλ. ως ουσ. η γενεθλιαλογική η γενεθλιαλογία … Dictionary of Greek
ХАЛДЕИ — • Chaldaei, Χαλδαι̃οι, собственно были жители Вавилонской страны между Евфратом и Тигром, по всей вероятности вышедшие из горных стран Армении. Хеn. Суr. 3, 1, 24. Strab. 12. р. 549. От них названа была X. каста жрецов в Вавилоне.… … Реальный словарь классических древностей
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
γενεθλιαλόγος — γενεθλιαλόγος, ο (AM) αυτός που ασκεί γενεθλιαλογία, ο αστρολόγος … Dictionary of Greek